- ἀναχθείς
- ἀναχθείς s. ἀνάγω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἀναχθείς — ἀνάγω lead up aor part pass masc nom/voc sg ἀνάσσω to be lord aor part pass masc nom/voc sg ἀνάζω aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)